- λαχανοζούμι
- λαχανόζουμο τό1) овощной отвар; 2) рассол (овощной)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαχανόζουμο — και λαχανοζούμι, το 1. το ζουμί που προέρχεται από το βράσιμο λαχανικών 2. άλμη λαχάνων … Dictionary of Greek